-
1 ΜΈΡος
ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.
-
2 μέτ-ειμι
μέτ-ειμι (s. εἰμί), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν μετέω, Il. 22, 388, wie ὄφρα ζωοῖσι μετείω, 23, 47, οὔτοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ γέρων μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀϑανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; ϑανὼν φϑιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνϑρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.
-
3 μετειμι
I[εἰμί]1) находиться (быть) (по)средиὄφρα ζωοῖσι μετείω Hom. — пока я в живых;
φθιμένοισι μ. Hom. — быть среди погибших, т.е. погибнуть;οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται Hom. — ведь никакого перерыва (в сражении) не будет2) преимущ. impers. быть уделом, относитьсяφροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ Xen. — (никакие) заботы ее не касались;
τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος ; Aesch. — что тебе в этом?;κἀμοὴ πόλεως μέτεστιν, οὐχὴ σοὴ μόνῳ Soph. — город принадлежит и мне, не тебе одному;μέτεστί θ΄ ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος Eur. — есть и ваше участие в совершившемся;ἐμοὴ τούτων οὐδὲν μέτεστι Plat. — ничто из этого не имеет ко мне (никакого) отношения;μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc. — у всех - равный удел, т.е. равные права и обязанностиII[εἶμι] (impf. μετῄειν, fut. μέτειμι, part. aor. 1 med. μετεισάμενος)1) идти следом, следовать(ταὐτὸν ἴχνος Plut.; ἴθ΄, ἐγὼ δὲ μέτειμι Hom.)
2) преследовать(δίκας Aesch. и δίκῃ τινά Eur.)
δόλῳ μ. τὸν φόνον Eur. — хитростью совершить убийство3) заниматься, изучать, насаждать(τέχνην τινά Plat.; σοφίαν Xen.)
ἐάν τις ὀρθῶς μετίῃ Plat. — если кто правильно исследует4) добиваться, искать, выпрашивать(ὑπατείαν Plut.)
5) просить, умолять(τινὰ θυσίῃσι Her.; ἕκαστον τῶν πολιτῶν Thuc.)
6) идти или отправляться за (чем-л.)(τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ Xen.)
οἱ (ἱρέες) μετήϊσαν ἄξοντες Her. — жрецы пошли, чтобы привести (Аписа);οἱ μετιόντες Her. — посланные7) переходить Luc.ἐκεῖσε δ΄ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Arph. — возвращаюсь к тому, на чем ты меня прервал
8) med. являться посреди, входить, вступатьμετεισάμενος ἐσκέδασσε φάλαγγας Hom. — врезавшись (в ряды троянцев, Эант), разметал (их) фаланги